δευτερομύκητες

δευτερομύκητες
Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα το στάδιο αυτό. Όταν ανακαλύπτεται το εγγενές στάδιο ενός δ., τότε γίνεται ο ακριβής προσδιορισμός του και ο οργανισμός κατατάσσεται στη σωστή ταξινομική μονάδα. Παράδειγμα είναι οι μύκητες aspergillus και penicillium (η γνωστή μούχλα των τροφίμων), οι οποίοι, ενώ αρχικά κατατάσσονταν στους δ., μόλις ανακαλύφθηκε η εγγενής αναπαραγωγή σε ορισμένα είδη τους, ταξινομήθηκαν στους ασκομύκητες.
* * *
οι
ονομασία αθροίσματος ατελών μυκήτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μύκητες — Μεγάλη και σπουδαία υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου, η οποία απαρτίζεται από θαλλόφυτα, δηλαδή από μάλλον απλής δομής φυτικούς οργανισμούς που στερούνται πραγματικών ριζών, βλαστού και φύλλων. Οι μ. αποτελούνται από συνενωμένες υφές… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κονίδιο — Σπόριο αγενούς αναπαραγωγής, το οποίο σχηματίζεται στις κορυφές ή στις πλευρές ειδικών υφών του μυκηλίου των μυκήτων. Είναι χαρακτηριστικά στους ανώτερους μύκητες και, ειδικότερα, στους ασκομύκητες και στους δευτερομύκητες. Υπάρχει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • τριχόφυτο — το, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη τής κλάσης δευτερομύκητες, οι οποίοι είναι παράσιτα τού ανθρώπου και διαφόρων ζώων και προκαλούν διάφορες τριχοφυτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichophyton < θρίξ,… …   Dictionary of Greek

  • λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”